δρεπανοποιός
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ὁ, sickle-maker, Gloss.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fabricante de hoces, Gloss.2.70.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατασκευάζει δρεπάνια.