δωδεκάμορφος
From LSJ
English (LSJ)
ον, of twelve forms, Olymp. in Phd.p.199 N.
Spanish (DGE)
-ον de doce formas o aspectos ἡ γῆ Dam.in Phd.199.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δωδεκάμορφος, -ον)
αυτός που εμφανίζεται με δώδεκα μορφές.
Full diacritics: δωδεκάμορφος | Medium diacritics: δωδεκάμορφος | Low diacritics: δωδεκάμορφος | Capitals: ΔΩΔΕΚΑΜΟΡΦΟΣ |
Transliteration A: dōdekámorphos | Transliteration B: dōdekamorphos | Transliteration C: dodekamorfos | Beta Code: dwdeka/morfos |
ον, of twelve forms, Olymp. in Phd.p.199 N.
-ον de doce formas o aspectos ἡ γῆ Dam.in Phd.199.
-η, -ο (AM δωδεκάμορφος, -ον)
αυτός που εμφανίζεται με δώδεκα μορφές.