θαλασσόπλοος
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
ον, contr. θᾰλασσό-πλους, ουν, gloss on ποντοπόρος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1183] meerdurchschiffend, Hesych., Erkl. von ποντοπόρος.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσόπλοος: -ον, σηνῃρ. -πλους, ουν, διαπλέων τὴν θάλασσαν, ποντοπόρος, Βυζ.