θυγατροποιός
English (LSJ)
όν, begetting daughters, of Lot, Ph.1.382.
German (Pape)
[Seite 1221] Töchter erzeugend, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
θυγατροποιός: -όν, γεννῶν θυγατέρας. Φίλων 1. 382.
Greek Monolingual
θυγατροποιός, -όν (Α)
(για τον Λωτ) αυτός που γεννά θυγατέρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. επιπλοποιός, ζωοποιός.