θορικός

From LSJ
Revision as of 00:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορικός Medium diacritics: θορικός Low diacritics: θορικός Capitals: ΘΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: thorikós Transliteration B: thorikos Transliteration C: thorikos Beta Code: qoriko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for the semen, πόροι θ. ductus seminales, Arist. GA720b13, al.; [τὰ] θορικά partes seminales, ib.755b20; τροφὴ θ. Ruf. Sat.Gon.12.

German (Pape)

[Seite 1214] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.

Greek (Liddell-Scott)

θορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.

Greek Monolingual

θορικός, -ή, -όν (Α) θορός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό σπέρμα, αυτός που περιέχει σπόρο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θορικά
τα μόρια που περιέχουν σπέρμα.

Russian (Dvoretsky)

θορῐκός: семенной (πόρος Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат.