θορικός
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ή, όν, of or for the semen, πόροι θ. ductus seminales, Arist. GA720b13, al.; [τὰ] θορικά partes seminales, ib.755b20; τροφὴ θ. Ruf. Sat.Gon.12.
German (Pape)
[Seite 1214] zum Saamen gehörig, ihn enthaltend, πόρος, Saamengang, Arist. H. A. 4, 2 u. öfter; Ath. VII, 315 a.
Greek (Liddell-Scott)
θορικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν σπόρον, πόροι θ., Λατ. ductus seminales, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 14, 3, κ. ἀλλ.· τὰ θορικά, partes seminales, αυτόθι 3. 5, 4.
Greek Monolingual
θορικός, -ή, -όν (Α) θορός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ανδρικό σπέρμα, αυτός που περιέχει σπόρο
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ θορικά
τα μόρια που περιέχουν σπέρμα.
Russian (Dvoretsky)
θορῐκός: семенной (πόρος Arst.): τὰ θορικά анат. Arst. семенной аппарат.