ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Full diacritics: καννοχερσαία | Medium diacritics: καννοχερσαία | Low diacritics: καννοχερσαία | Capitals: ΚΑΝΝΟΧΕΡΣΑΙΑ |
Transliteration A: kannochersaía | Transliteration B: kannochersaia | Transliteration C: kannochersaia | Beta Code: kannoxersai/a |
ἡ, = ἑλξίνη, Ps.-Dsc.4.39.
καννοχερσαία, ἡ (Α)
βοτ. η πόα ελξίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + χερσαία (< χέρσος)].