καρπώσιμος
From LSJ
Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau
English (LSJ)
ον, yielding fruit, profitable, Hermipp.Hist.81.
German (Pape)
[Seite 1329] wovon man Frucht, Nutzen haben kann, nutzbar, τὰ καρπώσιμα, die Genüsse, Ath. XI, 478 a.
Greek (Liddell-Scott)
καρπώσιμος: -ον, παρέχων ἢ παράγων καρπούς, ὠφέλιμος, Ἀθήν. 478Α.
Greek Monolingual
καρπώσιμος, -ον κάρπωσις
1. αυτός που παρέχει ή παράγει καρπούς
2. προσοδοφόρος, αποδοτικός.