κατάσκεπος

Revision as of 00:50, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, v. κατάσκοπος 11.

German (Pape)

[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.

Greek Monolingual

κατάσκεπος, -ον (Α)
κατασκεπασμένος.
επίρρ...
κατάσκεπα
κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκεπος (< σκέπος «κάλυμμα), πρβλ. φιλόσκεπος, φυλλόσκεπος].