καταπάλμενος

From LSJ
Revision as of 01:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάλμενος Medium diacritics: καταπάλμενος Low diacritics: καταπάλμενος Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katapálmenos Transliteration B: katapalmenos Transliteration C: katapalmenos Beta Code: katapa/lmenos

English (LSJ)

καταπηδήσας, Hsch.; of a waterfall, AP9.326 cod. (Leon.): nisi leg. κατεπ-, v. κατεφάλλομαι.

Greek Monolingual

καταπάλμενος, ὁ (Α)
1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος
καταπηδήσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι].