κεραυνοβόλιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, thunderbolt, Corn.ND19.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοβόλιον: τό, χωρίον κεραυνόβλητον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) κεραυνοβολώ
ο κεραυνός, το αστροπελέκι.
Full diacritics: κεραυνοβόλιον | Medium diacritics: κεραυνοβόλιον | Low diacritics: κεραυνοβόλιον | Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΒΟΛΙΟΝ |
Transliteration A: keraunobólion | Transliteration B: keraunobolion | Transliteration C: keravnovolion | Beta Code: keraunobo/lion |
τό, thunderbolt, Corn.ND19.
κεραυνοβόλιον: τό, χωρίον κεραυνόβλητον, Γλωσσ.
κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) κεραυνοβολώ
ο κεραυνός, το αστροπελέκι.