κληρουργία
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ἡ, inheritance, Sm.Ru.4.7.
Greek Monolingual
κληρουργία, ἡ (Α)
κληρονομιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -ουργία (< -ουργός < -Fοργός < ἔργον), πρβλ. δημιουργία, στιχουργία].