κορυνιόεις
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
εσσα, εν, knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.
Greek Monolingual
κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].
Russian (Dvoretsky)
κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v.l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).