κομβοθηλεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, buckle, Sch.E.Hec.1170; cf. κομποθήλυκα.
Greek Monolingual
κομβοθηλεία, ἡ (Α)
πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β' συνθετικό το επίθ. θῆλυς.
Full diacritics: κομβοθηλεία | Medium diacritics: κομβοθηλεία | Low diacritics: κομβοθηλεία | Capitals: ΚΟΜΒΟΘΗΛΕΙΑ |
Transliteration A: kombothēleía | Transliteration B: kombothēleia | Transliteration C: komvothileia | Beta Code: komboqhlei/a |
ἡ, buckle, Sch.E.Hec.1170; cf. κομποθήλυκα.
κομβοθηλεία, ἡ (Α)
πόρπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει ως α' συνθετικό τον τ. κόμβος και ως β' συνθετικό το επίθ. θῆλυς.