κραταιβάτης
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[βᾰ], ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ, striding in might, epithet of Zeus, IG4.669 (Nauplia).
Greek Monolingual
κραταιβάτης, -ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α)
επιγρ. (ως επίθ. του Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορειβάτης, σχοινοβάτης.