κροκώτινος
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
η, ον, = κροκωτός 1, Ezek. Exag.260, CPR27.9 (ii A. D.), PHamb.10.24 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1512] = κροκωτός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κροκώτινος: -η, -ον, = κροκωτός, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 9. 29.
Greek Monolingual
κροκώτινος, -ίνη, -ον (Α) κροκωτός
κροκωτός.