κωπηλατικός
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ή, όν, of rowers, ἐπίφθεγμα Hsch. s.v. ἄρρυ; πόνοι Sch.Opp.H.4.76.
German (Pape)
[Seite 1546] ή, όν, der Ruderer, das Rudern betreffend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κωπηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κωπηλάτην, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἄρρυ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κωπηλατικός, -ή, -όν) κωπηλάτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωπηλάτη ή στην κωπηλασία («κωπηλατικοί αγώνες»).