λεπτουργικά
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
τά, articles of fine workmanship, SIG 88o.66 (Pizus, iii A.D.).
Greek Monolingual
λεπτουγρικά, τὰ (Α)
βλ. λεπτουργικός.