λιβανοθήκη
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
ἡ, incensebox, Poxy.978 (iii A.D.), Gloss.
Greek Monolingual
η (Α λιβανοθήκη)
δοχείο ή κιβώτιο για εναπόθεση λιβανιού.