λεάζω
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
to be smooth, opp. τρίχας ἔχειν, Arist.PA658a21.
Greek (Liddell-Scott)
λεάζω: εἶμαι λεῖος, ἀντίθετ. τῷ τρίχας ἔχειν, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 3.
Greek Monolingual
λεάζω (Α) λείος
είμαι λείος, άτριχος, δεν έχω τρίχες.
Russian (Dvoretsky)
λεάζω: быть гладким, безволосым Arst.