ληραίνω

Revision as of 03:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

= ληρέω, Ph.1.77, Hsch.; f.l. for ληναΐζω in Heraclit. 15.

German (Pape)

[Seite 40] = ληρέω, Sp., Plut. de Is. et Os. 28, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ληραίνω: ληρέω, Γρηγ. Ναζ., Ἡσύχ.· ἀλλὰ Ἡράκλειτ. (127) παρὰ Πλουτ. 2. 362A, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ληναΐζω, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 30.

French (Bailly abrégé)

déraisonner, dire ou faire des sottises.
Étymologie: λῆρος.

Greek Monolingual

ληραίνω (Α)
ληρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι), πιθ. αναλογικά προς το ἀφραίνω < «ενεργώ απερίσκεπτα» < ἄφρων.

Russian (Dvoretsky)

ληραίνω: Heracl. ap. Plut. = ληρέω.