ληραίνω
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ληραίνω: ληρέω, Γρηγ. Ναζ., Ἡσύχ.· ἀλλὰ Ἡράκλειτ. (127) παρὰ Πλουτ. 2. 362A, ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ληναΐζω, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 30.
French (Bailly abrégé)
déraisonner, dire ou faire des sottises.
Étymologie: λῆρος.
Greek Monolingual
ληραίνω (Α)
ληρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι), πιθ. αναλογικά προς το ἀφραίνω < «ενεργώ απερίσκεπτα» < ἄφρων.
Russian (Dvoretsky)
ληραίνω: Heracl. ap. Plut. = ληρέω.