λικνίτης

From LSJ
Revision as of 03:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικνίτης Medium diacritics: λικνίτης Low diacritics: λικνίτης Capitals: ΛΙΚΝΙΤΗΣ
Transliteration A: liknítēs Transliteration B: liknitēs Transliteration C: liknitis Beta Code: likni/ths

English (LSJ)

[ϝῑ], ου, ὁ, god of the λίκνον, epithet of Dionysus, Orph.H.46.1, 52.3, Plu.2.365a:—fem. λικν-ῖτις, τροφή S.Ichn.269.

German (Pape)

[Seite 47] ὁ, Beiname des Bacchus, s. λικνοφόρος, Orph. H. 45. 53, vgl. Plut. Is. et Os. 35.

Greek (Liddell-Scott)

λικνίτης: [νῑ], ου, ὁ, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου (ἴδε ἐν λ. λίκνον), Ὀρφ. Ὕμ. 45. 1., 51. 3, Πλούτ. 1. 365Α· πρβλ. Serv. εἰς Οὐερ. Γεωπ. 1. 166 καὶ ἴδε λικνοφόρος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
à qui l’on apporte le van sacré (Dionysos).
Étymologie: λῖκνον.

Greek Monolingual

λικνίτης, ὁ, θηλ. λικνῑτις (Α) λίκνον
1. (το αρσ.) επίκληση του Διονύσου
2. φρ. «λικνῑτις τροφή» — τροφή κατάλληλη για μωρό που είναι ακόμη στην κούνια.