ματαιοσύνη
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ἡ, = ματαιότης, Polem.Phgn.13, al.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοσύνη: ἡ, = ματαιότης, Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 6, Ἀδαμάντ. 1. 5.
Greek Monolingual
ματαιοσύνη, ἡ (Α) μάταιος
η ματαιότητα.