μαλακόψυχος
From LSJ
English (LSJ)
ον, faint-hearted, Cat. Cod.Astr.1.145.
Greek (Liddell-Scott)
μαλᾰκόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὴν ψυχήν, δειλός, Ἰω. Χρυσ.
Greek Monolingual
μαλακόψυχος, -ον (Α)
δειλός, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ψυχή.
Full diacritics: μᾰλᾰκόψῡχος | Medium diacritics: μαλακόψυχος | Low diacritics: μαλακόψυχος | Capitals: ΜΑΛΑΚΟΨΥΧΟΣ |
Transliteration A: malakópsychos | Transliteration B: malakopsychos | Transliteration C: malakopsychos | Beta Code: malako/yuxos |
ον, faint-hearted, Cat. Cod.Astr.1.145.
μαλᾰκόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων μαλακὴν ψυχήν, δειλός, Ἰω. Χρυσ.
μαλακόψυχος, -ον (Α)
δειλός, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ψυχή.