μεσόπλουτος
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ον, moderately rich, dub. in Alciphr.3.34 (leg. νεόπλ-); μεσσόπλουτος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 139] halbreich, Alciphr. 3, 34, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόπλουτος: -ον, ὁ μετρίως πλούσιος, Ἀλκίφρων 3. 34 (Pierson. νεόπλ-), οὐχ ἧττον ἀμφίβολ. ἢ τὸ μεσσόπλουτος παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεσόπλουτος και, κατά τον Ησύχ., μεσσόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μετρίως πλούσιος, ο μισόπλουτος, ο μισοπλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πλοῦτος (πρβλ. πάμ-πλουτος)].