μεταρρύθμισις
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
εως, ἡ, alteration, prob. in Tz. ad Hes.Op. 42.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρρύθμῐσις: ἡ, μεταβολή, ἀλλοίωσις, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 32.