διαμφισβητέω
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
A dispute, disagree, πρὸς ἀλλήλους περί τινος Decr. ap.D.18.185, cf. Arist.MM1211a14; τινὶ περὶ μουσικῆς Ath.8.351a; ἀρετῆς κτλ. Plu.2.787d; δ. περί τινος lay claim to, Arist.Pol.1283b14; πρός τι ib.1287b35; δ. ποῖα θερμὰ τῶν ζῴων Id.PA648a24: abs., Id.Pol.1283a30, CPR1.20 (i A.D.), etc.:—Pass., διαμφισβητεῖται περὶ φιλίας οὐκ ὀλίγα not a few questions are debateable, Arist.EN1155a32; τὰ διαμφισβητούμενα the points at issue, D.44.57.