μυρόχριστος
English (LSJ)
ον, anointed with unguent, E.Cyc.501 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 221] mit Oel gesalbt, Eur. Cycl. 499.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρόχριστος: -ον, ὁ κεχρισμένος διὰ μύρου, Εὐρ. Κύκλ. 501.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
μυρόχριστος, -ον (Α)
αλειμμένος με μύρο, με άρωμα («μυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό-χριστος].
Greek Monotonic
μῠρόχριστος: -ον, αλειμμένος με μύρο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μῠρόχριστος: умащенный благовониями: μ. βόστρυχον Eur. с умащенными благовонием кудрями.
Middle Liddell
μῠρό-χριστος, ον
anointed with unguent, Eur.