ἐγκαλινδέομαι

From LSJ
Revision as of 05:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκᾰλινδέομαι Medium diacritics: ἐγκαλινδέομαι Low diacritics: εγκαλινδέομαι Capitals: ΕΓΚΑΛΙΝΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: enkalindéomai Transliteration B: enkalindeomai Transliteration C: egkalindeomai Beta Code: e)gkalinde/omai

English (LSJ)

roll about in, τῇσι ψάμμοισι Aret. CD1.2: metaph., πολλῇσι συμφορῇσι Hp. Ep. 17; ταραχαῖς καὶ κινδύνοις Agath.4.27; wallow in, ταῖς λιχνείαις Ath.6.262b, cf. Them. Or. 29.346b.

German (Pape)

[Seite 704] sich worin herumwälzen; ψάμμοισι Aret.; übertr., λιχνείαις, sich in Lüften herumwälzen, Ath. VI, 262 b; sich fortwährend mit Etwas beschäftigen, Themist. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκᾰλινδέομαι: παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α.

Spanish (DGE)

1 dar vueltas, moverse, fig. vivir entre c. dat. τῇσι ψάμμοισι Aret.CD 1.2.18, τὸ τῶν δούλων γένος ... τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις Ath.262b, οἱ ταῖς ἀσελγέσι ἐγκαλινδηθέντες εὐναῖς Basil.M.31.548C, ταραχαῖς τε καὶ κινδύνοις ἐγκαλινδούμενος Agath.4.27.6, καὶ κώμοις καὶ μέθαις ἐγκαλινδοῦμαι voy de fiesta en fiesta y de borrachera en borrachera Lib.Decl.12.36, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ Chrys.M.58.624, cf. 564, ταῖς τοῦ βίου μερίμναις Lex.Vind.85.3.
2 dar vueltas, vagar ἄνω καὶ κάτω Them.Or.29.346b, cf. Hsch.