ἐντυλόομαι
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
Pass., grow hard, of callous lumps, dub. l. for -τυπ-, Dsc.2.43.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντυλόομαι: καθίσταμαι τυλώδης, σκληρύνομαι, ἐπὶ τυλώδους οἰδήματος, Διοσκ. 2. 45.
Spanish (DGE)
medic. endurecerse, encallecerse τύλοι ... ἐντετυλωμένοι ref. los empeines de los caballos, Dsc.2.43 (cód., v. ἐντυπόω II 1), de fisuras en el cuerpo, Orib.50.10.3.