ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
Full diacritics: ἐπίτεκνος | Medium diacritics: ἐπίτεκνος | Low diacritics: επίτεκνος | Capitals: ΕΠΙΤΕΚΝΟΣ |
Transliteration A: epíteknos | Transliteration B: epiteknos | Transliteration C: epiteknos | Beta Code: e)pi/teknos |
ον, capable of bearing children, fruitful, Hp.Aph.5.62.
ἐπίτεκνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ δυναμένη νὰ τεκνοποιήσῃ, γόνιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1255.
ἐπίτεκνος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που μπορεί να γεννήσει παιδιά, η γόνιμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέκνον.