κυβερνάω
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
English (LSJ)
A steer, νῆα κυβερνῆσαι Od.3.283, cf. Pi.O.12.3 (Pass.), Pl.Plt.298e, etc.: abs., act as helmsman, αὐτὸς ἑαυτῷ Ar.Eq.544. 2 drive, κ. ἅρματα Pl.Thg.123c; τὸν δρόμον τῶν Ἵππων Hdn.7.9.6. 3 metaph., guide, govern, Pi.P.5.122, Antipho 1.13, Pl.Euthd.291d, etc.; τὴν δίκην ὀρθῇ γνώμῃ κυβερνᾶτε Herod.2.100. 4 act as pilot, i.e. perform certain rites, in the Ship of Isis, IGRom.1.817 (Callipolis). II Med., = Act., κυβερνωμένης τῆς διανοίας Arist.Pr.964b17; ὁ κυβερνώμενος μουσικῇ Marcellin.Vit. Thuc.49:—Pass., σῇ κυβερνῶμαι χερί S.Aj.35; μιᾷ γνώμῃ τῇ Κύρου ἐκυβερνᾶτο X.Cyr.8.8.1; ἡ ἰατρικὴ . . διὰ τοῦ θεοῦ τούτου κυβερνᾶται Pl.Smp.187a, cf. R.590d, Antiph.40.8, etc.; cf. κυμερῆναι.