ἔνδεσμα

Revision as of 08:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ατος, τό, amulet, Dsc.2.114.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνδεσμα: τό περίαμμα, περίαπτον, «καὶ ἐνδέσματι δὲ τινες χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας, περιάπτοντες τῷ τραχήλῳ» Διοσκ. 2. 140 περὶ τὸ τέλος· - πρβλ. ἔνδεμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
atado, atadijo ἐνδέσματι ... χρῶνται ταῖς ῥίζαις πρὸς χοιράδας Dsc.2.114.3, cf. 126.4.

Greek Monolingual

το (Α ἔνδεσμα)
νεοελλ.
δέσμη, ορμαθός
αρχ.
περίαπτον, φυλαχτό.