λυσιτελέω
English (LSJ)
prop.
A indemnify for expenses incurred, or pay what is due, and then 'pay', i.e. profit, avail (cf. λύω v. 2), c. dat., I with subject expressed, οὔ φημ' ἂν λυσιτελεῖν σφῷν [τοῦτο] Ar.Pl.509; λυσιτελεῖ ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη Pl. Prt.327b; δοῦλος τοιοῦτος οἷος μηδενὶ δεσπότῃ λυσιτελεῖν X.Mem.2.1.15. 2 mostly impers., λυσιτελεῖ μοι it profits me, is better for me, c. part., οἷς οὐδ' ἅπαξ ἐλυσιτέλησε πειθομένοις Lys.25.27; πολλοῖς δὴ ἐλυσιτέλησεν ἀδικήσασι Pl.Alc.1.113d: c. inf., λ. προϊέναι Id.Tht. 181b; τεθνάναι νομίσασα λυσιτελεῖν ἢ ζῆν thinking it better to be dead than alive, And.1.125, cf. Pl.R.407a, X.Cyr.2.4.12 (v.l.), PHamb.27.17 (iii B. C.), etc.: c. dat. pers., it profits one to do so and so, οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν . . δικάζειν Hdt.1.97; ὅτι μοι λυσιτελοῖ ὥσπερ ἔχω ἔχειν Pl. Ap.22e, cf. X.Hier.7.13: sts. c. acc. pers., it is good that... λυσιτελεῖ τὸν μέλλοντα κακῶς ἰητρεύεσθαι ἀμφότερα καταγῆναι τὰ σκέλεα Hp. Fract.19, cf. Pl.R.406d: abs., ἐλυσιτέλει γάρ Axionic.6.6. 3 in bad sense, conspire, as gloss on ἐς τὸ κακὸν ἀλλήλοισι συντιμωρεῖ (Hp. Acut.17), Gal.15.494 (v.l. συντελεῖ). II neut. part. as Subst., τὸ λυσιτελοῦν profit, gain, advantage, Th.6.85, Pl.R.336d, D.2.28; a wrong etym. is given in Pl.Cra.417c.