ἀκατασχεσία
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ἡ, ungovernableness, Ptol.Tetr.170.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατασχεσία: ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
inestabilidad, desequilibrio, descontrol ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).
Greek Monolingual
η (Α ἀκατασχεσία) ἀκατάσχετος
η ιδιότητα του ακατάσχετου.