ἀμουργός

Revision as of 09:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

όν, v.l. for ἀμοργός (A) 1.2.

German (Pape)

[Seite 128] Emped. 276 bei Arist. de sens. 2 ἅψας παντοίων ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμουργούς, v.l. ἀμοργούς, welche Alex. Aphrod. u. Arist. a. a. O. von ἀπερύκειν ableitet, Sturz ἀπείργειν, was die Winde abhält; Schneider ecl. phys. p. 185 hält παντ. ἀν. für Interpolation und übersetzt: Laternen mit Wänden von Blasen gemacht, = μόλγινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμουργός: -όν, ἴδε ἀμοργὸς ΙΙ.

Greek Monolingual

-η, -ο μούργα
(για λάδι) χωρίς μούργα.
ο και -γιός αμέργω
1. δοχείο για το άρμεγμα, καρδάρα
2. εποχή του αρμέγματος τών προβάτων.

Russian (Dvoretsky)

ἀμουργός: v.l. = ἀμοργός.