ἀνακεκαλυμμένως
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
Adv. pf. Pass., openly, Hsch.
German (Pape)
[Seite 191] enthüllt, Schol. Soph. O. R. 1413.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακεκᾰλυμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. φανερῶς, Νικήτ. Χρον. 220Α, Σχολιαστ.
Spanish (DGE)
adv. abiertamente ἀνακεκαλυμμένως εἰπών Chrys.M.61.446, cf. Hsch.