ἀναξίαλος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ὁ, lord of the sea, epithet of Poseidon, B.19.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξίαλος: -ον, ὁ ἀνάσσων τῆς ἁλός, ὁ βασιλεὺς τῆς θαλάσσης, ἀναξίαλος Ποσιδᾶν Βακχυλ. ΧΧ. 8.
Spanish (DGE)
(ἀναξίᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
señor del mar epít. de Posidón, B.20.8.
Greek Monolingual
ἀναξίαλος, ο (Α)
(επίθ. του Ποσειδώνος) βασιλιάς, κύριος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + ἅλς, ἁλός].