ἀναξίαλος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξίαλος Medium diacritics: ἀναξίαλος Low diacritics: αναξίαλος Capitals: ΑΝΑΞΙΑΛΟΣ
Transliteration A: anaxíalos Transliteration B: anaxialos Transliteration C: anaksialos Beta Code: a)naci/alos

English (LSJ)

ὁ, lord of the sea, epithet of Poseidon, B.19.8.

Spanish (DGE)

(ἀναξίᾰλος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
señor del mar epít. de Posidón, B.20.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξίαλος: -ον, ὁ ἀνάσσων τῆς ἁλός, ὁ βασιλεὺς τῆς θαλάσσης, ἀναξίαλος Ποσιδᾶν Βακχυλ. ΧΧ. 8.

Greek Monolingual

ἀναξίαλος, ο (Α)
(επίθ. του Ποσειδώνος) βασιλιάς, κύριος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + ἅλς, ἁλός].