ἀνεπιστρεπτέω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
to be indifferent, pay no heed, D.L. 6.91, Arr.Epict.2.5.9, Vett.Val.43.27, Artem.3.42, POxy.486.10 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 225] sich nicht an etwas kehren, sorglos sein, Diog. L. 6, 91. 8, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιστρεπτέω: οὐκ ἐπιστρέφομαι, οὐ φροντίζω, εἶμαι ἀπρόσεκτος, Διογ. Λ. 6. 91, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 9.
Spanish (DGE)
no prestar atención, no dar importancia κῴδιον αὐτόν φησί ποτε προσράψαι τῷ τρίβωνι ἀνεπιστρεπτοῦντα D.L.6.91, ἀνεπιστρεπτοῦσι γὰρ καὶ οὐ φοβοῦνται οἱ μεθύοντες Artem.3.42, τοῦ δὲ [ἀν] τιδίκου ἀνεπιστρεπτήσαντος no prestando atención mi oponente, POxy.486.10 (II d.C.), cf. Arr.Epict.2.5.9, Vett.Val.43.27.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιστρεπτέω: не поворачиваться (к чему-л.), т. е. быть безразличным, равнодушным Diog. L.