ἀνθήλιον
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
English (LSJ)
τό, f.l. for ἀνθύλλιον, Dsc.3.156, 4.121; = κανθήλιον, Charax 21:—ἀνθήλια· περιδέρματα, Hsch. (-ηλά· περίδερμα cod.).
German (Pape)
[Seite 232] τό, dim. zum vorigen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθήλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀνθήλη, Διοσκ. 3. 173., 4. 122.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 albarda Charax 64, Poll.10.54.
2 ἀνθήλιον· τῆς σελήνης <ἀποκίασμα> Hsch.
3 ἀνθήλια· περίδερμα Hsch.