ἀνθρωπομάγειρος
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
[ᾰγ], ὁ, one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.
Greek Monolingual
ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.