ἀντίσπασμα
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
ατος, τό, in war, distraction, diversion, Plb.2.18.3, D.S.20.86, J.AJ17.2.4.
German (Pape)
[Seite 260] τό, das Abziehen von etwas, zu einem andern Geschäft, Pol. 2, 18; D. Sic. 20, 86;Widerspruch, Veranlassung zum Zwist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίσπασμα: -ατος, τό, ἐν πολέμῳ, διάσπασις, περισπασμός, ὡς τὸ ἀντιπερίσπασμα, Πολύβ. 2. 18, 3., Διόδ. 20. 86. ΙΙ. ἀφορμὴ πρὸς ἔριν, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 17. 2, 4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 milit. distracción γενομένου δ' ἀντισπάσματος Plb.2.18.3, cf. D.S.20.86, I.AI 19.65, c. gen. τῆς φυγῆς Ph.1.459.
2 causa de disensión ἀντίσπασμα δ' ἦν αὐτοῖς I.AI 17.36.
Greek Monolingual
ἀντίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίσπασμα: ατος τό воен. отвлечение сил Polyb., Diod.