ἀντέξαρμα
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀντεξαίρω) southerly elevation (i.e. latitude), corresponding to a northerly one, Theol.Ar.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέξαρμα: -ατος, τὸ (ἀντεξαίρω) ἀντίθετον ἔξαρμα, ὕψωμα, Θεολ. ἀριθμ. 25.
Spanish (DGE)
-ματος, τό latitud Sur, Theol.Arith.25.