πυγολαμπίς
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (πυγή)
A fire-tail, i.e. glow-worm, Lampyris noctiluca, Arist.HA523b21 (v.l. πτερόποδες), 551b24 (v.l. πυρολαμπίδες); cf. πυριλαμπίς.