ἀντεξανίσταμαι
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 Act., rise up against, πρός τι Hld.7.19.
German (Pape)
[Seite 246] sich dagegen erheben, Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξανίσταμαι: ἐξανίσταμαι ἐναντίον τινός, ἀντεξανέστη πλέον εἰς μεγαλοφροσύνην πρὸς τὸ ἀλαζονικὸν τῆς Περσικῆς θέας Ἡλιόδ. 7. 19.
Spanish (DGE)
levantarse en contra, enfrentarse πρὸς τὸ ἀλαζονικὸν τῆς Περσικῆς θέας ante la fanfarronería del espectáculo persa Hdt.7.19, λόγοις ἡμῶν a nuestras palabras Cyr.Al.M.77.593A
•abs. οὐδὲ ποιεῖ κοινωνὸν ἀλλ' ἀντεξανίσταται Plu.2.946d.