ιερείον

From LSJ
Revision as of 10:21, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἱερεῖον, δωρ. τ. ἱαρήϊον, ιων. τ. ἱερήϊον και ἱρήϊον, τὸ (Α) ιερεύς
1. το ζώο που σφαζόταν για θυσίαἐπεὶ οὐχ ἱερήϊον οὐδὲ βοείην ἀρνύσθην», Ομ. Ιλ.)
2. ζώο που σφαζόταν για τροφή, σφαχτό
3. θυσία προς τιμή τών νεκρών.