καταγωγεῖον
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
German (Pape)
[Seite 1344] s. καταγώγιον.
Greek Monolingual
καταγωγεῖον, τὸ (Α)
το καταγώγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεῖον (< ἀγωγεῖον < ἀγωγός), πρβλ. προσαγωγείον, υδραγωγείον].