θρομβεῖον
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
Ion. θρομβ-ήϊον, τό, Dim. of θρόμβος, Nic.Al.295:—also θρομβ-ίον, τό, Dsc.Alex.25.
German (Pape)
[Seite 1219] τό, ion. θρομβήϊον, dim. von θρόμβος, Klümpchen, Nic. Al. 295.
Greek (Liddell-Scott)
θρομβεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, ὑποκοριστ. τοῦ θρόμβος, Νικ. Ἀλ. 295.
Greek Monolingual
θρομβεῖον και ιων. τ. θρομβήιον, τὸ (Α) θρόμβος
μικρός θρόμβος.