αἱμόκερχνον
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
τό, cough with bloodspitting, Hp.Epid.4.37.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόκερχνον: το, ὀλίγος βὴξ μεθ’ αἱμοπτυσίας, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἱμόκερχνον -ου, τό αἷμα, κέρχνος betekenis onzeker, msch. irritatie van de keel na bloeding.