αἰσχροκερδία
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
= αἰσχροκέρδεια, Diph.99, cf. Hdn.Gr.2.453.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχροκερδία: ἡ, ἴδε ἐν λ. αἰσχροκέρδεια.
Spanish (DGE)
v. αἰσχροκέρδεια.
Russian (Dvoretsky)
αἰσχροκερδία: ἡ v.l. = αἰσχροκέρδεια.